” Από την πρώτη στιγμή της ζωής της Εκκλησίας, η ποιμαντική διακονία των Αποστόλων, δηλαδή των μαρτύρων και κηρύκων της Αναστάσεως, είναι να πράξουν και να διδάξουν στην οικουμένη όσα ο Κύριος “ενετείλατο” σε αυτούς, και να παραδώσουν στους διαδόχους τους και στην Εκκλησία “ό και παρέλαβον”, δηλαδή όχι μια αφηρημένη νέα κοσμοθεωρία ή ιδεολογία αλλά τον ίδιο τον Χριστό και την Εκκλησία Του. Ο κεντρικός ποιμαντικός στόχος, το “θεοποιείσθαί τε και θεοποιείν”, δεν έχει υπόσταση χωρίς τη συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, όμως ο ποιμένας δεν υποτίμησε και δεν αποποιήθηκε ποτέ τη μέριμνα για τους πιστούς, που αντιμετωπίζουν τις καθημερινές δοκιμασίες του βίου. Οι δύο μορφές ποιμαντικής διακονίας, δηλαδή η μυστηριακή και πνευματική διακονία και η υποστηρικτική και υλική συμπαράσταση, δεν βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους αλλά παρουσιάζονται ‘ασυγχύτως’ και ‘αδιαιρέτως’ αλληλοσυμπληρούμενες”.
Με την σαφή αυτή διατύπωση ο συγγραφέας του παρόντος Πονήματος Ελευθερίας αναζητεί διαβάσεις εμπνεύσεως να διακρίνουν και να διερμηνεύσουν στον εαυτό τους το ‘εν ου εστι χρεία’ για την αποτελεσματικότερη διακονία τους στην Εκκλησία.